μοντμοριλλονίτης

μοντμοριλλονίτης
Ορυκτό της ομάδας των πυροφυλλιτών, με κρυσταλλική δομή, που συγγενεύει με των μαρμαρυγιών. Ο χημικός του τύπος είναι (Al,Fe,Mg)4(OH)4Si8Ο20 και μέσα στον κρύσταλλο το αργίλιο (Al) βρίσκεται στο κέντρο ενός οκτάεδρου και μπορεί να αντικατασταθεί από μαγνήσιο (Mg) συν ένα εξωτερικό ιόν νατρίου (Na) και σπανιότερα ασβεστίου (Ca), για την αποκατάσταση του ελλείμματος έναντι του αργιλίου. Το κύριο χαρακτηριστικό του ορυκτού αυτού είναι η κατά στρώματα διάταξη των κρυσταλλικών φυλλαρίων, ανάμεσα στα οποία μπορεί να συγκρατηθεί κατά στρώματα νερό: ο όγκος του ορυκτού τότε, κάτω από ειδικές συνθήκες υγρασίας, μπορεί να αυξηθεί μέχρι το 14πλάσιο. Ο μ. είναι ένα από τα συχνά συστατικά των αργιλικών πετρωμάτων. Δείγμα αργιλικού μοντμοριλλονίτη.
* * *
ο
συν. στον πληθ. οι μοντμοριλλονίτες
(ορυκτ.) ονομασία η οποία δίνεται στα μέλη τής ομάδας τών ένυδρων αργιλικών ορυκτών και στις χημικές ποικιλίες τους που διογκώνονται στο νερό και έχουν υψηλές ικανότητες ανταλλαγής κατιόντων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. montmorillonite, από ονομ. γαλλ. τοποθεσίας Μontmorillon].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μοντμοριλλονιτικός — ή, ό [μοντμοριλλονίτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μοντμοριλλονίτη («μοντμοριλλονιτικά ορυκτά») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”